μακέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακέτα οι μακέτες
      γενική της μακέτας των μακετών
    αιτιατική τη μακέτα τις μακέτες
     κλητική μακέτα μακέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μακέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική macchietta

Ουσιαστικό

μακέτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.