προάγγελμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προάγγελμα τα προαγγέλματα
      γενική του προαγγέλματος των προαγγελμάτων
    αιτιατική το προάγγελμα τα προαγγέλματα
     κλητική προάγγελμα προαγγέλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προάγγελμα < ελληνιστική κοινή προάγγελμα < αρχαία ελληνική προαγγέλλω

Ουσιαστικό

προάγγελμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.