προλίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προλίνη οι προλίνες
      γενική της προλίνης των προλινών
    αιτιατική την προλίνη τις προλίνες
     κλητική προλίνη προλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Συντακτικός τύπος προλίνης.

Ετυμολογία

προλίνη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Prolin

Ουσιαστικό

προλίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.