μη απαραίτητο αμινοξύ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μη απαραίτητο αμινοξύ :  δείτε τις λέξεις μη, απαραίτητος και αμινοξύ

Πολυλεκτικός όρος

μη απαραίτητο αμινοξύ ουδέτερο

  • (βιοχημεία) οποιοδήποτε από τα φυσικά αμινοξέα που μπορεί να συνθέσει το ανθρώπινο σώμα μόνο του, που δεν είναι αναγκαίο να προσληφθεί μέσω της τροφής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.