προκουράτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προκουράτορας οι προκουράτορες
      γενική του προκουράτορα των προκουρατόρων
    αιτιατική τον προκουράτορα τους προκουράτορες
     κλητική προκουράτορα προκουράτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προκουράτορας < (λόγιο δάνειο) λατινική procurator. Δείτε το μεσαιωνικό προκουρατόρος

Ουσιαστικό

προκουράτορας αρσενικό [1]

  1. (ιστορία) στη ρωμαϊκή περίοδο, έπαρχος των αυτοκρατορικών κτήσεων, μερικές φορές με πολιτικά προνόμια
    ο Πόντιος Πιλάτος ήταν προκουράτορας της Ιουδαίας
  2. (ιστορία)τίτλος ενός από τους ανώτατους άρχοντες της βενετικής και της γενοβέζικης δημοκρατίας

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προκουράτορας - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.