προικολήπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προικολήπτης οι προικολήπτες
      γενική του προικολήπτη των προικοληπτών
    αιτιατική τον προικολήπτη τους προικολήπτες
     κλητική προικολήπτη προικολήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προικολήπτης < προίκα + -ο- + -λήπτης

Ουσιαστικό

προικολήπτης αρσενικό (θηλυκό προικολήπτρια)

  • αυτός που λαμβάνει προίκα
      Επίσης σε περίπτωση θανάτου της υπέρ ης η προίκα συζύγου, το αδιατίμητο ακίνητο από τον θάνατό της αποβάλλει την προικώα ιδιότητά του και εξερχόμενο της κυριότητος του συζύγου προικολήπτη, περιέρχεται στους κληρονόμους της συζύγου ως κληρονομιαίας αυτής περιουσίας (ΑΠ 183/1992, ΑΠ 1536/1987). (www.areiospagos.gr, 03.05.2007)

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.