προικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προικισμός οι προικισμοί
      γενική του προικισμού των προικισμών
    αιτιατική τον προικισμό τους προικισμούς
     κλητική προικισμέ προικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προικισμός < προικίζω + -μός

Ουσιαστικό

προικισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.