προγραμματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προγραμματικός η προγραμματική το προγραμματικό
      γενική του προγραμματικού της προγραμματικής του προγραμματικού
    αιτιατική τον προγραμματικό την προγραμματική το προγραμματικό
     κλητική προγραμματικέ προγραμματική προγραμματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προγραμματικοί οι προγραμματικές τα προγραμματικά
      γενική των προγραμματικών των προγραμματικών των προγραμματικών
    αιτιατική τους προγραμματικούς τις προγραμματικές τα προγραμματικά
     κλητική προγραμματικοί προγραμματικές προγραμματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προγραμματικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

προγραμματικός, -ή, -ό

  1. που αποτελεί μέρος ενός προγράμματος, που εκφράζει ένα πρόγραμμα
    οι προγραμματικές θέσεις του κόμματος


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.