προγραμματίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προγραμματίστρια οι προγραμματίστριες
      γενική της προγραμματίστριας των προγραμματιστριών
    αιτιατική την προγραμματίστρια τις προγραμματίστριες
     κλητική προγραμματίστρια προγραμματίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προγραμματίστρια < προγραμματιστής + -τρια

Ουσιαστικό

προγραμματίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.