προβολόνε

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προβολόνε < ιταλική provolone < μεσαιωνική λατινική provola < probula < λατινική probus

Προφορά

ΔΦΑ : /pro.voˈlo.ne/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προβολόνε

Ουσιαστικό

προβολόνε ουδέτερο άκλιτο

  • Provolone στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.