βουβαλίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουβαλίσιος | η | βουβαλίσια | το | βουβαλίσιο |
| γενική | του | βουβαλίσιου | της | βουβαλίσιας | του | βουβαλίσιου |
| αιτιατική | τον | βουβαλίσιο | τη | βουβαλίσια | το | βουβαλίσιο |
| κλητική | βουβαλίσιε | βουβαλίσια | βουβαλίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουβαλίσιοι | οι | βουβαλίσιες | τα | βουβαλίσια |
| γενική | των | βουβαλίσιων | των | βουβαλίσιων | των | βουβαλίσιων |
| αιτιατική | τους | βουβαλίσιους | τις | βουβαλίσιες | τα | βουβαλίσια |
| κλητική | βουβαλίσιοι | βουβαλίσιες | βουβαλίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.vaˈli.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐βα‐λί‐σιος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βουβάλι
Μεταφράσεις
βουβαλίσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.