προβλήτας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προβλήτας οι προβλήτες
      γενική του προβλήτα των προβλητών
    αιτιατική τον προβλήτα τους προβλήτες
     κλητική προβλήτα προβλήτες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβλήτας < αρχαία ελληνική προβλής < προβάλλω < προ- + βάλλω

Ουσιαστικό

προβλήτας αρσενικό

  • (ναυτικός όρος) άλλη μορφή του προβλήτα (θηλυκό)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προβλήτας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.