προβλής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| αρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| προβλητ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ ἡ |
προβλής | οἱ αἱ |
προβλῆτες | ||||
| γενική | τοῦ τῆς |
προβλῆτος | τῶν | προβλήτων | ||||
| δοτική | τῷ τῇ |
προβλῆτῐ | τοῖς ταῖς |
προβλῆσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν τὴν |
προβλῆτᾰ | τοὺς τὰς |
προβλῆτᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | προβλής | προβλῆτες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προβλῆτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | προβλήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
προβλής αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προβάλλω και βάλλω
- νέα ελληνική: προβλήτα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- προβλής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προβλής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.