προβατοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προβατοτροφία | οι | προβατοτροφίες |
| γενική | της | προβατοτροφίας | των | προβατοτροφιών |
| αιτιατική | την | προβατοτροφία | τις | προβατοτροφίες |
| κλητική | προβατοτροφία | προβατοτροφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προβατοτροφία < πρόβατ(ο) + -ο- + -τροφία, ((διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προβατοτροφία)
Μεταφράσεις
προβατοτροφία
|
|
Πηγές
- προβατοτροφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.