προαφαίρεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προαφαίρεση | οι | προαφαιρέσεις |
| γενική | της | προαφαίρεσης* | των | προαφαιρέσεων |
| αιτιατική | την | προαφαίρεση | τις | προαφαιρέσεις |
| κλητική | προαφαίρεση | προαφαιρέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προαφαιρέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
προαφαίρεση
|
|
Πηγές
- προαφαίρεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προαφαίρεση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.