προαφαιρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προαφαιρώ < ελληνιστική κοινή προαφαιρέω / προαφαιρῶ < αρχαία ελληνική πρό + ἀφαιρέω / ἀφαιρῶ
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προαφαιρώ | προαφαιρούσα | θα προαφαιρώ | να προαφαιρώ | προαφαιρώντας | |
| β' ενικ. | προαφαιρείς | προαφαιρούσες | θα προαφαιρείς | να προαφαιρείς | (προαφαίρει) | |
| γ' ενικ. | προαφαιρεί | προαφαιρούσε | θα προαφαιρεί | να προαφαιρεί | ||
| α' πληθ. | προαφαιρούμε | προαφαιρούσαμε | θα προαφαιρούμε | να προαφαιρούμε | ||
| β' πληθ. | προαφαιρείτε | προαφαιρούσατε | θα προαφαιρείτε | να προαφαιρείτε | προαφαιρείτε | |
| γ' πληθ. | προαφαιρούν(ε) | προαφαιρούσαν(ε) | θα προαφαιρούν(ε) | να προαφαιρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προαφαίρεσα | θα προαφαιρέσω | να προαφαιρέσω | προαφαιρέσει | ||
| β' ενικ. | προαφαίρεσες | θα προαφαιρέσεις | να προαφαιρέσεις | προαφαίρεσε | ||
| γ' ενικ. | προαφαίρεσε | θα προαφαιρέσει | να προαφαιρέσει | |||
| α' πληθ. | προαφαιρέσαμε | θα προαφαιρέσουμε | να προαφαιρέσουμε | |||
| β' πληθ. | προαφαιρέσατε | θα προαφαιρέσετε | να προαφαιρέσετε | προαφαιρέστε | ||
| γ' πληθ. | προαφαίρεσαν προαφαιρέσαν(ε) |
θα προαφαιρέσουν(ε) | να προαφαιρέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προαφαιρέσει | είχα προαφαιρέσει | θα έχω προαφαιρέσει | να έχω προαφαιρέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προαφαιρέσει | είχες προαφαιρέσει | θα έχεις προαφαιρέσει | να έχεις προαφαιρέσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προαφαιρέσει | είχε προαφαιρέσει | θα έχει προαφαιρέσει | να έχει προαφαιρέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προαφαιρέσει | είχαμε προαφαιρέσει | θα έχουμε προαφαιρέσει | να έχουμε προαφαιρέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προαφαιρέσει | είχατε προαφαιρέσει | θα έχετε προαφαιρέσει | να έχετε προαφαιρέσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προαφαιρέσει | είχαν προαφαιρέσει | θα έχουν προαφαιρέσει | να έχουν προαφαιρέσει |
| |
Πηγές
- προαφαιρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προαφαιρώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.