προαπόδειξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | προαπόδειξῐς | αἱ | προαποδείξεις | ||||
| γενική | τῆς | προαποδείξεως | τῶν | προαποδείξεων | ||||
| δοτική | τῇ | προαποδείξει | ταῖς | προαποδείξεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | προαπόδειξῐν | τὰς | προαποδείξεις | ||||
| κλητική ὦ! | προαπόδειξῐ | προαποδείξεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προαποδείξει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | προαποδειξέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- προαπόδειξις < αρχαία ελληνική προαποδείκνυμι + -ξις < πρό + ἀποδείκνυμι
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προαποδείκνυμι, ἀποδείκνυμι και δείκνυμι
Πηγές
- προαπόδειξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.