προΐστιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προΐστιο τα προΐστια
      γενική του προϊστίου
& προΐστιου
των προϊστίων
    αιτιατική το προΐστιο τα προΐστια
     κλητική προΐστιο προΐστια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προΐστιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προΐστιον. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + ιστίο.

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈi.sti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προΐστιο

Ουσιαστικό

προΐστιο ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος) αναδρομικό ιστίο που σηκώνεται μπροστά από κύριο ιστίο και ανάμεσα σε δύο κατάρτια ιστιοφόρου πλοίου
    στη ναυτική γλώσσα: βελεστράλι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.