προΐστιον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | προΐστιον | τὰ | προΐστια | ||||
| γενική | τοῦ | προϊστίου | τῶν | προϊστίων | ||||
| δοτική | τῷ | προϊστίῳ | τοῖς | προϊστίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | προΐστιον | τὰ | προΐστια | ||||
| κλητική ὦ! | προΐστιον | προΐστια | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Αναφορές
- προΐστια - σελ. 29 - Λεωνίδας Παλάσκας, Αλέξανδρος Κουμελάς, Φίλιππος Ιωάννου, Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.