πριμιτιβιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πριμιτιβιστικός | η | πριμιτιβιστική | το | πριμιτιβιστικό |
| γενική | του | πριμιτιβιστικού | της | πριμιτιβιστικής | του | πριμιτιβιστικού |
| αιτιατική | τον | πριμιτιβιστικό | την | πριμιτιβιστική | το | πριμιτιβιστικό |
| κλητική | πριμιτιβιστικέ | πριμιτιβιστική | πριμιτιβιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πριμιτιβιστικοί | οι | πριμιτιβιστικές | τα | πριμιτιβιστικά |
| γενική | των | πριμιτιβιστικών | των | πριμιτιβιστικών | των | πριμιτιβιστικών |
| αιτιατική | τους | πριμιτιβιστικούς | τις | πριμιτιβιστικές | τα | πριμιτιβιστικά |
| κλητική | πριμιτιβιστικοί | πριμιτιβιστικές | πριμιτιβιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πριμιτιβιστικός < πριμιτιβιστής + -ικός < αγγλική primitivist < λατινική primitivus < primus
Μεταφράσεις
πριμιτιβιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.