πριμιτίφ
Νέα ελληνικά (el)
Επίθετο
πριμιτίφ άκλιτο
- (ζωγραφική, τέχνη) που αφορά πριμιτιβιστή καλλιτέχνη, που με την απλοϊκή του και αδέξια τεχνική θυμίζει πρωτόγονο καλλιτέχνη
Συγγενικά
- πριμιτιβισμός
- πριμιτιβιστής
- πριμιτιβιστικός
- πριμιτιβίστρια
- → δείτε τις λέξεις πρίμος, πρώτος και προ
Μεταφράσεις
πριμιτίφ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.