πριμιτιβίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πριμιτιβίστρια | οι | πριμιτιβίστριες |
| γενική | της | πριμιτιβίστριας | των | πριμιτιβιστριών |
| αιτιατική | την | πριμιτιβίστρια | τις | πριμιτιβίστριες |
| κλητική | πριμιτιβίστρια | πριμιτιβίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πριμιτιβίστρια < πριμιτιβιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Μεταφράσεις
πριμιτιβίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.