πριμ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πριμ < γαλλική prime < λατινική primus

Ουσιαστικό

πριμ ουδέτερο άκλιτο

  1. πρόσθετα χρήματα που δίνονται σε εργαζόμενο ως κίνητρο για την επίτευξη στόχου, αυξημένη παραγωγικότητα κ.λπ.
  2. είδος πριμοδότησης ή επιδότησης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.