επιμίσθιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιμίσθιο τα επιμίσθια
      γενική του επιμισθίου
& επιμίσθιου
των επιμισθίων
    αιτιατική το επιμίσθιο τα επιμίσθια
     κλητική επιμίσθιο επιμίσθια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιμίσθιο < επί + μισθός

Ουσιαστικό

επιμίσθιο ουδέτερο

  • ποσό που προστίθεται στο μισθό ενός υπαλλήλου
  • ειδική αποζημίωση που λαμβάνουν οι εκπαιδευτικοί που είναι αποσπασμένοι στο εξωτερικό σε ελληνικά σχολεία
    Το υπουργείο Παιδείας καθορίζει το ύψος του ποσού του επιμισθίου που διαφέρει από κράτος σε κράτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.