πριγκιπέσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πριγκιπέσα | οι | πριγκιπέσες |
| γενική | της | πριγκιπέσας | — | |
| αιτιατική | την | πριγκιπέσα | τις | πριγκιπέσες |
| κλητική | πριγκιπέσα | πριγκιπέσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πριγκιπέσα < πρίγκιπ(ας) + -έσα (με επίδραση από την ιταλική principessa)
Ουσιαστικό
πριγκιπέσα θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) θηλυκό του πρίγκιπας
- ※ Φάνταζες σαν πριγκιπέσα / μα με πρόδινες, μπαμπέσα. (Από το τραγούδι Φάνταζες σαν πριγκιπέσσα σε στίχους και μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη)
- ※ Έξω φυσάει αέρας/ κι όμως μέσα μου, / μέσα σ’ αυτό το σπίτι, / πριγκιπέσα μου, / το φως σου και το φως / χορεύουν γύρω μας· / απίστευτος ο κόσμος / κι ο χαρακτήρας μας. (Από το τραγούδι Πριγκηπέσα σε στίχους και μουσική του Σωκράτη Μάλαμα)
- ↪ «Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ» είναι μυθιστόρημα του Άγγελου Τερζάκη. Η πλοκή διαδραματίζεται στον φραγκοκρατούμενο Μοριά του 13ου αιώνα με πρωταγωνίστρια την Ισαβέλλα Α΄ της Αχαΐας.
Μεταφράσεις
πριγκιπέσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.