Ιζαμπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ιζαμπώ < μεσαιωνική ελληνική Ἰζαμπώ < γαλλική Isabeau (Issabelle: Ισαβέλλα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.zaˈbo/
-
Ιζαμπώ: Ισαβέλλα Α΄ της Αχαΐας στη Βικιπαίδεια
(1260/62-1311_14) -
«Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» στη Βικιπαίδεια
, μυθιστόρημα (εκδόσεις 1937 και 1945) του Άγγελου Τερζάκη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.