πρεσάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρεσάρισμα τα πρεσαρίσματα
      γενική του πρεσαρίσματος των πρεσαρισμάτων
    αιτιατική το πρεσάρισμα τα πρεσαρίσματα
     κλητική πρεσάρισμα πρεσαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρεσάρισμα < πρεσάρω + -μα < ιταλική pressare < λατινική pressare < presso < premo

Ουσιαστικό

πρεσάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.