πρεσάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
πρεσάρω (παθητική φωνή: πρεσάρομαι)
- (κυριολεκτικά) ασκώ πίεση με πρέσα
- (μεταφορικά) πιέζω έντονα κάποιον (ψυχολογικά, συναισθηματικά κ.λπ.)
- (αργκό, αθλητισμός) ασκώ πρέσινγκ σε κάποιον παίκτη
Συγγενικά
- απρεσάριστος
- πρεσάρισμα
- πρεσαρισμένος
- πρεσαριστά
- πρεσαριστός
- πρέσινγκ / πρέσιγκ
- → δείτε τη λέξη πρέσα
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Πηγές
- πρεσάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρεσάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πρεσάρω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.