πρέσβειρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρέσβειρα οι πρέσβειρες
      γενική της πρέσβειρας των πρεσβειρών
    αιτιατική την πρέσβειρα τις πρέσβειρες
     κλητική πρέσβειρα πρέσβειρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρέσβειρα < αρχαία ελληνική πρέσβειρα

Ουσιαστικό

πρέσβειρα θηλυκό

  1. (επάγγελμα, διπλωματία) γυναίκα πρέσβης (πρεσβευτής)
  2. σύζυγος πρέσβη
  3. γυναίκα που αντιπροσωπεύει τη χώρα σε διεθνείς θεσμούς
    πρέσβειρα καλής θέλησης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.