πρέκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρέκι | τα | πρέκια |
| γενική | του | πρεκιού | των | πρεκιών |
| αιτιατική | το | πρέκι | τα | πρέκια |
| κλητική | πρέκι | πρέκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾe.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρέ‐κι
Ουσιαστικό
πρέκι ουδέτερο
- οριζόντιο δοκάρι που τοποθετείται σε άνοιγμα για να στηρίξει οτιδήποτε βρίσκεται πιο πάνω, όπως:
- τον τοίχο, πάνω από πόρτα ή παράθυρο
- την οροφή, πάνω από δωμάτιο
Εκφράσεις
- αλλάζω τα πρέκια (κάποιου) / γαμώ τα πρέκια
Αναφορές
- πρέκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- πρέκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.