ποτάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποτάσιο τα ποτάσια
      γενική του ποτασίου
& ποτάσιου
των ποτασίων
    αιτιατική το ποτάσιο τα ποτάσια
     κλητική ποτάσιο ποτάσια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποτάσιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική potassium

Ουσιαστικό

ποτάσιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.