ποτάσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποτάσα οι ποτάσες
      γενική της ποτάσας των ποτασών
    αιτιατική την ποτάσα τις ποτάσες
     κλητική ποτάσα ποτάσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποτάσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική potassa < γαλλική potasse < παλαιά ολλανδικά potaschen (= οι στάχτες ανθρακικού καλίου που συλλέγονταν σε ένα καζάνι, σύμφωνα με μια παλιά μέθοδο παραγωγής)

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈta.sa/

Ουσιαστικό

ποτάσα θηλυκό

  1. εμπειρική ονομασία του ανθρακικού καλίου (K2CO3)
  2. (κατ’ επέκταση) το χημικό στοιχείο κάλιο (K)
    Λίπασμα πλούσιο σε ποτάσα.
  3. (κατ’ επέκταση) το υδροξείδιο του καλίου (KOH), επίσης γνωστό ως «καυστική ποτάσα»
    Η ποτάσα κάνει το καλύτερο σαπούνι.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.