ποσθίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποσθίτιδα | οι | ποσθίτιδες |
| γενική | της | ποσθίτιδας | των | ποσθίτιδων |
| αιτιατική | την | ποσθίτιδα | τις | ποσθίτιδες |
| κλητική | ποσθίτιδα | ποσθίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /posθítiδa/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.