ποσθίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποσθίτιδα οι ποσθίτιδες
      γενική της ποσθίτιδας των ποσθίτιδων
    αιτιατική την ποσθίτιδα τις ποσθίτιδες
     κλητική ποσθίτιδα ποσθίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποσθίτιδα < πόσθ(η) + -ίτιδα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Η λέξη μαρτυρείται από το 1861

Προφορά

ΔΦΑ : /posθítiδa/

Ουσιαστικό

ποσθίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.