πορνοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πορνοκρατία | οι | πορνοκρατίες |
| γενική | της | πορνοκρατίας | των | πορνοκρατιών |
| αιτιατική | την | πορνοκρατία | τις | πορνοκρατίες |
| κλητική | πορνοκρατία | πορνοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πορνοκρατία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πορνοκρατία θηλυκό
Μεταφράσεις
πορνοκρατία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.