πορδού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορδού οι πορδούδες
      γενική της πορδούς των πορδούδων
    αιτιατική την πορδού τις πορδούδες
     κλητική πορδού πορδούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορδού < πορδή + κατάληξη θηλυκού -ού

Ουσιαστικό

πορδού θηλυκό (αρσενικό πορδαλάς)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.