πολυπέταλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυπέταλος | η | πολυπέταλη | το | πολυπέταλο |
| γενική | του | πολυπέταλου | της | πολυπέταλης | του | πολυπέταλου |
| αιτιατική | τον | πολυπέταλο | την | πολυπέταλη | το | πολυπέταλο |
| κλητική | πολυπέταλε | πολυπέταλη | πολυπέταλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυπέταλοι | οι | πολυπέταλες | τα | πολυπέταλα |
| γενική | των | πολυπέταλων | των | πολυπέταλων | των | πολυπέταλων |
| αιτιατική | τους | πολυπέταλους | τις | πολυπέταλες | τα | πολυπέταλα |
| κλητική | πολυπέταλοι | πολυπέταλες | πολυπέταλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυπέταλος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
πολυπέταλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.