πολυουρεθανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυουρεθανικός | η | πολυουρεθανική | το | πολυουρεθανικό |
| γενική | του | πολυουρεθανικού | της | πολυουρεθανικής | του | πολυουρεθανικού |
| αιτιατική | τον | πολυουρεθανικό | την | πολυουρεθανική | το | πολυουρεθανικό |
| κλητική | πολυουρεθανικέ | πολυουρεθανική | πολυουρεθανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυουρεθανικοί | οι | πολυουρεθανικές | τα | πολυουρεθανικά |
| γενική | των | πολυουρεθανικών | των | πολυουρεθανικών | των | πολυουρεθανικών |
| αιτιατική | τους | πολυουρεθανικούς | τις | πολυουρεθανικές | τα | πολυουρεθανικά |
| κλητική | πολυουρεθανικοί | πολυουρεθανικές | πολυουρεθανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυουρεθανικός < πολυουρεθάνη + -ικός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολυουρεθανικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.