πολυλεξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυλεξία | οι | πολυλεξίες |
| γενική | της | πολυλεξίας | των | πολυλεξιών |
| αιτιατική | την | πολυλεξία | τις | πολυλεξίες |
| κλητική | πολυλεξία | πολυλεξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία el
- πολυλεξία < πολυ- + -λεξία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πολυλεξία θηλυκό (λόγιο)
- χρήση πολλών λέξεων, συνωνυμία, πολυτυπία
- ※ Συνοπτικά, να αναφέρουμε πως τα χαρακτηριστικά των φρασεολογισμών σύμφωνα με τους Peramos Soler & Batista Rodríquez (2008: 473), είναι: α) η πολυλεξία, η οποία κάνει τους φρασεολογισμούς να διαφοροποιούνται από τις απλές ή σύνθετες λέξεις μιας γλώσσας (Διαβάθμιση των φρασεολογισμών στα Αναλυτικά Προγράμματα και στα εγχειρίδια διδασκαλίας της Ελληνικής ως Γ2, Μαρία-Ανδρονίκη Τραυλού, Διπλ. εργασία, Φιλοσοφική Σχολή Παν. Αθηνών, 2017)
- πολυλογία, φλυαρία [1]
- ※ Εφάμιλλοι δε αυτού και οι άλλοι οι φερόμενοι λόγοι τυγχάνουσιν , ών ο βουλόμενος πείραν λαβείν, ευρήσοι εν πολυλεξία την των νοημάτων ευτέλειαν (Socratis Scholastici Historiæ Ecclesiasticæ libri septem, ex recensione H. Valesii. Gr, E typographeo Academico, 1844, Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστικής Ιστορίας Τόμος Δ., σελ. 179)
- ※ και άλλοθι εξαπλωμένας και άλλοθι εκταμένας και που και εκτεταμένας πόθεν ή τοιαύτη πολυλεξία και το ύφος το μιξοβαρβάρον (Περί της Ελληνικής γλώσσης, Νεόφυτος Δούκας, 1840 )
- ※ Βεβαίως αυτή η «ρητορικότητα» έχει ένα αποτέλεσμα, αν όχι και μια πρόθεση: τη συσκότιση της αλήθειας κάτω από βάρη πληθώρας λέξεων και άσχετων συνειρμών. Εν πάση περιπτώσει η καθηγητική αυτή πολυλεξία ( δεν εννοώ μήκος αλλά σχετικό ειδικό βάρος) δεν διδάχθηκε τίποτε από τον πυκνό και μεστό αρχαιοελληνικό λόγο, ακόμη και τον ρητορικό. ()
Αντώνυμα
- βραχυλεξία
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Μεταφράσεις
πολυλεξία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.