πολυκαιριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυκαιριά | οι | πολυκαιριές |
| γενική | της | πολυκαιριάς | των | πολυκαιριών |
| αιτιατική | την | πολυκαιριά | τις | πολυκαιριές |
| κλητική | πολυκαιριά | πολυκαιριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυκαιριά < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολυκαιριά
|
→ δείτε τη λέξη πολυκαιρία |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.