πολυθόρυβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυθόρυβος | η | πολυθόρυβη | το | πολυθόρυβο |
| γενική | του | πολυθόρυβου | της | πολυθόρυβης | του | πολυθόρυβου |
| αιτιατική | τον | πολυθόρυβο | την | πολυθόρυβη | το | πολυθόρυβο |
| κλητική | πολυθόρυβε | πολυθόρυβη | πολυθόρυβο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυθόρυβοι | οι | πολυθόρυβες | τα | πολυθόρυβα |
| γενική | των | πολυθόρυβων | των | πολυθόρυβων | των | πολυθόρυβων |
| αιτιατική | τους | πολυθόρυβους | τις | πολυθόρυβες | τα | πολυθόρυβα |
| κλητική | πολυθόρυβοι | πολυθόρυβες | πολυθόρυβα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πολυθόρυβος, -η, -ο
- που έχει πολύ θόρυβο
- πολυθόρυβη αίθουσα
- που προκαλεί πολύ θόρυβο
- πολυθόρυβο μοτέρ
Μεταφράσεις
πολυθόρυβος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.