πολλοστημόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολλοστημόριο τα πολλοστημόρια
      γενική του πολλοστημόριου
& πολλοστημορίου
των πολλοστημόριων
& πολλοστημορίων
    αιτιατική το πολλοστημόριο τα πολλοστημόρια
     κλητική πολλοστημόριο πολλοστημόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολλοστημόριο < αρχαία ελληνική πολλοστημόριο, ουδέτερο του πολλοστημόριος

Ουσιαστικό

πολλοστημόριο ουδέτερο

  1. το ελάχιστο μέρος ενός συνόλου
  2. (φυσική) κόκκος χρωμοδυναμικού θορύβου, ο θεμέλιος σωματιδιακός λίθος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.