πολίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολίτισσα | οι | πολίτισσες |
| γενική | της | πολίτισσας | των | πολιτισσών |
| αιτιατική | την | πολίτισσα | τις | πολίτισσες |
| κλητική | πολίτισσα | πολίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.ti.sa/
Μεταφράσεις
πολίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.