ποινικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποινικοποίηση | οι | ποινικοποιήσεις |
| γενική | της | ποινικοποίησης* | των | ποινικοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ποινικοποίηση | τις | ποινικοποιήσεις |
| κλητική | ποινικοποίηση | ποινικοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ποινικοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποινικοποίηση < ποινικοποιώ + -ση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.