ποινικοποιήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ποινικοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ποινικοποιώ
- θα ποινικοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ποινικοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ποινικοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ποινικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.