ποιμαντική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποιμαντική | ||
| γενική | της | ποιμαντικής | ||
| αιτιατική | την | ποιμαντική | ||
| κλητική | ποιμαντική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποιμαντική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ποιμαντικός
Ουσιαστικό
ποιμαντική θηλυκό
- (θεολογία, θρησκεία) κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη διδασκαλία των μεθόδων πνευματικής καθοδήγησης των πιστών από τον θρησκευτικό τους ηγέτη
Μεταφράσεις
ποιμαντική
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ποιμαντική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ποιμαντικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.