ποζιτιβιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποζιτιβιστής οι ποζιτιβιστές
      γενική του ποζιτιβιστή των ποζιτιβιστών
    αιτιατική τον ποζιτιβιστή τους ποζιτιβιστές
     κλητική ποζιτιβιστή ποζιτιβιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποζιτιβιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική positiviste[1]

Ουσιαστικό

ποζιτιβιστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.