ποδόδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ποδόδεσμος | οι | ποδόδεσμοι |
| γενική | του | ποδόδεσμου | των | ποδόδεσμων |
| αιτιατική | τον | ποδόδεσμο | τους | ποδόδεσμους |
| κλητική | ποδόδεσμε | ποδόδεσμοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈðo.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δό‐δε‐σμος
Ουσιαστικό
ποδόδεσμος αρσενικό
Μεταφράσεις
ποδόδεσμος
|
Αναφορές
- σελ. 19 - Λεωνίδας Παλάσκας, Αλέξανδρος Κουμελάς, Φίλιππος Ιωάννου, Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.