ποδοβολητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδοβολητό τα ποδοβολητά
      γενική του ποδοβολητού των ποδοβολητών
    αιτιατική το ποδοβολητό τα ποδοβολητά
     κλητική ποδοβολητό ποδοβολητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδοβολητό < ποδοβολώ ή ίσως αντιστρόφως

Ουσιαστικό

ποδοβολητό, ποδοβόλημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.