ποδηλατοπορεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδηλατοπορεία οι ποδηλατοπορείες
      γενική της ποδηλατοπορείας των ποδηλατοπορειών
    αιτιατική την ποδηλατοπορεία τις ποδηλατοπορείες
     κλητική ποδηλατοπορεία ποδηλατοπορείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδηλατοπορεία < ποδήλατο + -ο- + πορεία

Ουσιαστικό

ποδηλατοπορεία θηλυκό (& ποδηλατοπορία)

  • (νεολογισμός) πορεία της οποίας ο κύριος όγκος αποτελείται από ποδηλάτες με τα ποδήλατά τους (είτε πεζούς είτε εποχούμενους)
    Ποδηλάτες από 45 πόλεις στην αυριανή 6η πανελλαδική ποδηλατοπορεία (*)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.