ποδηλατοδρομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδηλατοδρομία οι ποδηλατοδρομίες
      γενική της ποδηλατοδρομίας των ποδηλατοδρομιών
    αιτιατική την ποδηλατοδρομία τις ποδηλατοδρομίες
     κλητική ποδηλατοδρομία ποδηλατοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδηλατοδρομία < ποδήλατ(ο) + -ο- + -δρομία

Προφορά

ΔΦΑ : /po.ði.la.to.ðɾoˈmi.a/

Ουσιαστικό

ποδηλατοδρομία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.